22 λέξεις που κανείς άντρας δεν έχει πει μετά τον στρατό! - ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Συμβαινει τώρα

Home Top Ad

Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

22 λέξεις που κανείς άντρας δεν έχει πει μετά τον στρατό!

Όσο είσαι φαντάρος δεν παίζει να μην μιλάς με βάση την συγκεκριμένη διάλεκτο. Θα τις χρησιμοποιήσεις αυτές τις λέξεις είτε το θες είτε όχι...

Η διάλεκτος του φαντάρου είναι ιδιαίτερη. Και μέσα σε αυτό το ατέρμονο χάσιμο χρόνου που λέγεται «ελληνικός στρατός» θα την μάθεις είτε το θέλεις είτε όχι. Είναι σαν να πηγαίνεις σε μια ξένη χώρα και να μαθαίνεις τη γλώσσα της.

Αν και ευτυχώς κάποια στιγμή θα σταματήσεις να χρησιμοποιείς αυτές τις λέξεις, στο διάστημα που θα φοράς τα χακί θα αποτελούν τα βασικά συστατικά του τρόπου με τον οποίο μιλάς.


Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι… ψαράδες, ακολουθούν μερικά χαρακτηριστικά δείγματα αυτής της διαλέκτου:

Ψαράς: Ο νέος φαντάρος, αυτός που είναι ακόμα «ψαρωμένος». Αποτελεί εξέλιξη της λέξης «ψάρι» που με τα χρόνια μεταλλάχθηκε.

Χημείο: Το στρατόπεδο που θα την βγάλεις χαλαρά και θα την περάσεις ζωή και κότα μιας και τα πράγματα εκεί είναι χαλαρά, πολύ χύμα. Και αφού εκεί είναι χύμα, άρα πρόκειται για… χημείο.

Γιωτόμπαλο: Ο φαντάρος που κάνει την μία γκάφα μετά την άλλη. Ακόμα ένας νεολογισμός καθώς η συγκεκριμένη λέξη έχει την ρίζα της στη λέξη «γιωτάς».

Εμπλοκή: Δεν παίρνεις ανάσα από τις πολλές υπηρεσίες; Έχεις ξεχάσει από πότε έχεις να πάρεις έξοδο; Έχεις πάθει… εμπλοκή.

Τέντα: Κατάσταση στην οποία βρίσκεσαι όταν σε «τεντώνουν» οι ανώτεροι. Όταν δηλαδή είσαι όλη την ώρα στο τρέξιμο και την αγγαρεία.

Φιδιάζω: Φιδιάζεις όταν είσαι «φίδι». Όταν δηλαδή λουφάρεις διότι αποτελείς έναν τεμπέλη φαντάρο που αποφεύγει την πολλή την κούραση.

Λελέ: Για αδιευκρίνηστους λόγους, η «απόλυση» από τον στρατό κάποια στιγμή εκφράστηκε ως «απολελέ». Και για να μην λέμε πολλά και χάνουμε χρόνο, την κόψαμε και αυτή την λέξη και την κάναμε «λελέ».

Λελεδόνια: Τα φανταστικά πουλιά που ακούν στα αυτιά τους να κελαϊδάνε όσοι φτάνουν κοντά στην απόλυσή τους.


Χοσέ: Όταν ένας φαντάρος φορτώνει σε έναν άλλο φαντάρο κάτι που θα έπρεπε να κάνει εκείνος, τότε «τον χώνει». Πρόκειται δηλαδή για μια πράξη «Χοσέ».

Αντικούκου: Αστικός μύθος, το αντικούκου υποτίθεται πως είναι το φάρμακο που βάζουν στα φαγητά του στρατού για να κατευνάζονται οι σεξουαλικές ορέξεις των φαντάρων. Το φάρμακο δηλαδή που αν το πάρεις «δεν σου κάνει κούκου», άρα «αντικούκου».

Γόπινγκ: Άθλημα κατά το οποίο ένας φαντάρος, έπειτα από εντολή ανωτέρου, κάθεται και μαζεύει τις γόπες από το στρατόπεδο. Για να μην πέσει λοιπόν τέτοιο «χοσέ» ας μην πετάμε τις γόπες κάτω. Μπορεί να το πληρώσει με γόπινγκ κάποιος συνάδελφος.

Προβλεπέ: Όταν είσαι ΑΚΡΙΒΩΣ όπως πρέπει να είσαι, η όψη σου δηλαδή είναι ακριβώς όπως «προβλέπεται» να είναι η όψη ενός φαντάρου, όχι αξύριστος και αγυάλιστος.

Καμπάνα: Η φυλακή ή η στέρηση εξόδου και άλλες τέτοιες τιμωρίες που παίζουν στον στρατό ή με άλλα λόγια «καμπάνες».


Σειρά: Αυτός με τον οποίο έχετε παρουσιαστεί τον ίδιο μήνα, ανήκετε δηλαδή στην ίδια σειρά. Εναλλακτικά τον αποκαλείς και «σειρούλα».

Γκοτζίλα: Κατεψυγμένο στρατιωτικό κρέας που είναι σκληρό σαν το δέρμα του μυθικού Γκοτζίλα.

Καναδέζα: Στρατιωτικό φορτηγό που μεταφέρει φαντάρους. Λογικά καναδικής προέλευσης αλλά δεν παίρνουμε και όρκο.

Καραβανάς: Μόνιμος στρατιωτικός, συνήθως μειωμένης αντίληψης. Θυμίσου και τον Καραβανέα από «της Ελλάδος τα Παιδιά» για να καταλάβεις.

Γερμανικό: Η ενδιάμεση βάρδια της σκοπιάς, δηλαδή εκείνη κατά την οποία πρέπει να σηκωθείς μέσα στην άγρια νύχτα, να φυλάξεις, μετά να ξανακοιμηθείς και να ξαναξυπνήσεις για το πρωινό εγερτήριο.

Άκυρο!: Έκφραση με την οποία ο αξιωματικός ακυρώνει προηγούμενο παράγγελμά του ή αναιρεί υποσχέσεις περί αδειών. Τότε είναι που «τρώμε άκυρο».

Καλλιόπη: Η τουαλέτα. Το γιατί και το πως η τουαλέτα λέγεται Καλλιόπη είναι κάτι που χάνεται στα βάθη της ιστορίας και δεν έχει διευκρινηστεί.

Γαμοσείρι: Αυτός που «χώνει» άτομα της σειράς του. Εξαιρετικά προσβήτικός χαρακτηρισμός.

Μπιφτέκι: Υπηρεσία που ο κάτοχός της δεν μπόρεσε να εκτελέσει με αποτέλεσμα κάποιος άλλος να τον αντικαταστήσει. Τα «γαμοσείρια» μοιράζουν αβέρτα μπιφτέκια.