Εν τω μεταξύ, ενώ τα χρονικά περιθώρια για συμφωνία μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου στενεύουν επικίνδυνα, τα μέτωπα της διαπραγμάτευσης είναι ανοικτά, με δύο βασικά σημεία να δημιουργούν προβληματισμό. Από τη μια, δεν υπάρχει κοινή στάση ανάμεσα στους θεσμούς όσον αφορά το τι ζητούν από την Αθήνα για να επιστρέψουν και, από την άλλη, δεν υπάρχει κάποια ένδειξη από την ελληνική κυβέρνηση ότι δέχεται το βασικό αίτημα των θεσμών για νομοθέτηση μέτρων εκ των προτέρων. Είναι ξεκάθαρο πως εάν δεν υπάρξει επιστροφή των θεσμών στις αρχές της επόμενης εβδομάδας, θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να ολοκληρωθεί η αξιολόγηση μέχρι τις 20 Φεβρουαρίου.
Συγκεκριμένα, στο πρώτο μέτωπο της διαπραγμάτευσης, που είναι ανάμεσα στους θεσμούς και την ελληνική κυβέρνηση, σύμφωνα με Eυρωπαίο με άμεση γνώση των διαπραγματεύσεων, από το Eurogroup στις 27 Ιανουαρίου οι επαφές με την ελληνική πλευρά είναι πολύ λίγες. Στην τελευταία συνάντηση όπου ήταν όλοι παρόντες, τον Ιανουάριο, στην ελληνική πλευρά ετέθη το αίτημα για νομοθέτηση μέτρων εκ των προτέρων για τη μείωση του αφορολογήτου και των συντάξεων, χωρίς όμως να συζητηθεί καμία περαιτέρω λεπτομέρεια όσον αφορά το ύψος του αφορολογήτου κ.λπ., καθώς ο κ. Τσακαλώτος ήταν κατηγορηματικός ότι κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να το δεχθεί. Εκτοτε δεν έχει γίνει περαιτέρω συζήτηση για το θέμα, καθώς η ελληνική πλευρά δεν έχει δεχθεί ούτε ως βάση για συζήτηση τη νομοθέτηση εκ των προτέρων οποιουδήποτε μέτρου.
Το δεύτερο αδιέξοδο βρίσκεται ανάμεσα στους ίδιους τους θεσμούς. Και ενώ μετά τη συνάντηση που είχαν οι επικεφαλής της Κομισιόν, του ΔΝΤ, της ΕΚΤ και του ESM είχαν συμφωνήσει ότι για να επιστρέψουν στην Αθήνα πρέπει η ελληνική κυβέρνηση να δεσμευτεί κατ’ αρχάς στη νομοθέτηση μέτρων για αφορολόγητο - συντάξεις, το Ταμείο τις τελευταίες ημέρες ζητεί περισσότερα για να επιστρέψει. Τις επόμενες ημέρες αναμένεται να λυθεί το αδιέξοδο ανάμεσα στους θεσμούς, γεγονός που θα τους επιτρέψει να έχουν και πάλι κοινή στάση.
Το βασικό πρόβλημα ανάμεσα στην Κομισιόν και το ΔΝΤ βρίσκεται, όπως εξηγεί Eυρωπαίος αξιωματούχος στην «Κ», στη διαφορά των προβλέψεων όσον αφορά την ελληνική οικονομία. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με ευρωπαϊκούς υπολογισμούς, το 2016 θα καταλήξει να έχει ένα πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από 2% (συμπεριλαμβανομένων των 700 εκατ. που εξήγγειλε ο Ελληνας πρωθυπουργός), δηλαδή σχεδόν 1,5% υψηλότερο από το αναμενόμενο (η αρχική πρόβλεψη ήταν για πρωτογενές πλεόνασμα στο 0,5%). Το ΔΝΤ για το ίδιο έτος είχε αρχικά προβλέψει ότι η ελληνική οικονομία θα έχει έλλειμμα 0,5% και τώρα, παρά την αναμενόμενη υπεραπόδοση, η πρόβλεψή του βρίσκεται στο μόλις 0,9% και πολύ μακριά από εκείνη της Κομισιόν. Παρόλο που και οι δύο θεσμοί έχουν τα ίδια νούμερα, το Ταμείο αποδίδει την υπεραπόδοση των στόχων στη μη πληρωμή ληξιπρόθεσμων οφειλών του Δημοσίου προς ιδιώτες και σε μέτρα που τα αποκαλεί «εφάπαξ απόδοσης» (one off).
Οι θεσμοί αναμένεται να βρουν την κοινή τους θέση τις προσεχείς ημέρες, αν και το θέμα φαίνεται να ξεπερνά τα τεχνικά κλιμάκια και να επιβάλλεται να βρεθεί μια λύση σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο, καθώς το Ταμείο χρειάζεται διαβεβαιώσεις σχετικά με το ποιο θα είναι το πρωτογενές πλεόνασμα μετά τη λήξη του προγράμματος αλλά και ποια θα είναι τα μεσοπρόθεσμα μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους. kathimerini.gr