Ο υψηλός αριθμός εισακτέων αρνητικός παράγοντας ποιότητας - ΟΛΕΣ ΟΙ ΕΙΔΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΩΤΕΡΙΚΟ

Συμβαινει τώρα

Home Top Ad

Τετάρτη 18 Οκτωβρίου 2017

Ο υψηλός αριθμός εισακτέων αρνητικός παράγοντας ποιότητας

Ο υψηλός αριθμός εισακτέων αρνητικός παράγοντας ποιότηταςΤα μέλη της Επιτροπής μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής θα ακούσουν την Πέμπτη και επίσημα τις απόψεις της Αρχής Πιστοποίησης της ποιότητας στα ΑΕΙ (ΑΔΙΠ) σχετικά με τα θέματα που αφορούν τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ της χώρας, καθώς ζητήθηκε και επίσημη παρουσίαση της φετινή έκθεσης της που όμως δόθηκε στον πρόεδρο της Βουλής και παρουσιάστηκε επίσημα ήδη από τις 4 Αυγούστου.

Για όσους δεν το κατάλαβαν το καλοκαίρι έτσι, οι διεθνείς αξιολογητές της ΑΔΙΠ προτείνουν: δίδακτρα στις μεταπτυχιακές σπουδές (που περιορίστηκαν δραστικά με τον τελευταίο νόμο του υπουργείου Παιδείας για την τριτοβάθμια εκπαίδευση), προπτυχιακά προγράμματα στα αγγλικά και ενίσχυση της έρευνας. Στο 100% των εκθέσεων, ως αρνητικό στοιχείο για τη εύρυθμη λειτουργία των προγραμμάτων σπουδών των ΑΕΙ ο υψηλός αριθμός εισακτέων!

Παράλληλα η πιστοποίηση των προγραμμάτων σπουδών των ΑΕΙ ώστε να αντιστοιχηθούν με τα υπόλοιπα Ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης του ευρωπαϊκού χάρτη της ανώτατης εκπαίδευσης, είναι το επόμενο βήμα για τη ΑΔΙΠ.

Όπως αναφέρουν οι εκπρόσωποι της Αρχής στην έκθεση τους, εάν δεν πιστοποιηθούν τα προγράμματα σπουδών των ΑΕΙ της χώρας θα υπάρξουν προβλήματα κατά την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Συστήματος Μεταφοράς και Συσσώρευσης Πιστωτικών Μονάδων (ECTS) ή τη χορήγηση άδειας εργασίας για ορισμένες κατηγορίες προσωπικού, καθώς σε ορισμένες χώρες του εξωτερικού η κατοχή πιστοποιημένου τίτλου σπουδών αποτελεί προαπαιτούμενο για τη χορήγηση της σχετικής άδειας. Συνολικά πρέπει να πιστοποιηθούν 450 προγράμματα σπουδών σε όλα τα Ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης της χώρας.

Πάντως ως το 2020 όπου οι ακαδημαϊκοί τίτλοι των αποφοίτων των ευρωπαϊκών ΑΕΙ θα αναγνωρίζονται αυτόματα, η ΑΔΙΠ σημειώνει πως θα υποστηρίζει διαρκώς τα Ιδρύματα της χώρας, παρέχοντάς τους, μέσω της πιστοποίησης, όλα τα αναγκαία εφόδια.

Όπως είναι γνωστό, η έκθεση της ΑΔΙΠ αναφέρει ότι από τις εξωτερικές αξιολογήσεις 22 ανώτατων Ιδρυμάτων χώρας, το 13,6% αξιολογήθηκαν ως «άξια θετικής μνείας», το 72,8% έλαβε «θετική αξιολόγηση», το 13,6% «μερικώς θετική», ενώ δεν υπήρξε αρνητική αξιολόγηση.

Στο 86% η «αρνητική» βαθμολογία για διεθνοποίηση των ΑΕΙ

Στο 86% των εκθέσεων, συστήνεται η ενίσχυση της κινητικότητας και της διεθνοποίησης και ενώ, στο 71%, γίνονται συστάσεις να ανακοινώνεται δημόσια ο στρατηγικός σχεδιασμός εντός του Ιδρύματος. Στο ίδιο ποσοστό, προτείνεται η ενίσχυση της στρατηγικής της έρευνας, ενώ, στο 67%, προτείνεται η βελτίωση της οργάνωσης και συστηματοποίησης της ερευνητικής δραστηριότητας του Ιδρύματος. Σε ποσοστό 48%, αναφέρεται η ύπαρξη θεσμικών προβλημάτων με το υπουργείο Παιδείας.

Επίσης, προτείνεται η ενίσχυση των υπηρεσιών φοιτητικής μέριμνας (62%), η ενίσχυση των ερευνητών (48%) καθώς και η αξιοποίηση και ενίσχυση της περιβαλλοντικής και ενεργειακής στρατηγικής (48%). Επιπρόσθετα, υποδεικνύεται η προσφορά προγραμμάτων σπουδών (ΠΣ) και η παροχή υπηρεσιών στην αγγλική γλώσσα (43%), ενώ, στο 38%, προτείνεται η περαιτέρω επιδίωξη της καινοτομίας και της αριστείας στην έρευνα. Στο 33% των εκθέσεων συστήνεται η βελτίωση και η συντήρηση των κτιριακών υποδομών του Ιδρύματος. Σε ποσοστό 24%, προτείνεται η βελτίωση της καθοδήγησης (mentoring) των φοιτητών και του προσωπικού και, σε ποσοστό 19%, υποδεικνύονται η διαχείριση των ανενεργών φοιτητών και η ενίσχυση της διαφάνειας των διαδικασιών.

Στο σύνολο των εκθέσεων εξωτερικής αξιολόγησης, επισημαίνεται ότι ο υψηλός αριθμός εισαγόμενων φοιτητών, επιδρά αρνητικά στη λειτουργία των μεταπτυχιακών προγραμμάτων σπουδών, ενώ και το ζήτημα των περικοπών, των ελλείψεων και των προβλημάτων στη χρηματοδότηση εμφανίζεται ως αρνητικό, σε ποσοστό 67% των εκθέσεων. Οι ελλείψεις διδακτικού προσωπικού και ο παρατεταμένος χρόνος αποφοίτησης κρίνονται αρνητικά, σε ποσοστό 57% και 52% αντίστοιχα.

Επιπλέον, εντοπίζονται αδυναμίες στην παρακολούθηση και διασφάλιση της συστηματικής φοίτησης στα ΠΠΣ (33%), καθώς και απουσία ενός πλαισίου προσδιορισμού προαπαιτούμενων μαθημάτων στα (29%). Στο ίδιο ποσοστό (29%), αναφέρεται αρνητικά το χαμηλό ποσοστό φοιτητών που παρακολουθεί τα μαθήματα των προπτυχιακώ σπουδών. ενώ, σε ποσοστό 24%, καταγράφεται η υψηλή αναλογία φοιτητών/διδακτικού προσωπικού.

Προβλήματα παρατηρούνται ακόμη στα κριτήρια επιλογής του περιεχομένου και στην οργάνωση των προσφερόμενων μαθημάτων (περιορισμένη συνάφεια, συνοχή, επικαλύψεις, έλλειψη βασικών μαθημάτων κορμού κ.ά.) αλλά και στην αξιολόγηση των φοιτητών (24%). Επιπρόσθετα, ως αρνητικά σημεία αναφέρονται η μη ισόρροπη ανάπτυξη και η ετερογένεια του διδακτικού προσωπικού των ΠΠΣ (19%) καθώς και ο μεγάλος φόρτος εργασίας των διδασκόντων (14%). Τέλος, στο ίδιο ποσοστό των εκθέσεων (14%), κρίνονται αρνητικά η έλλειψη διοικητικού προσωπικού για την υποστήριξη της λειτουργίας των ΠΠΣ, η απουσία μίας τυποποιημένης διαδικασίας για τον ανασχεδιασμό και την επικαιροποίηση των προγραμμάτων, η ανεπάρκεια των υλικοτεχνικών υποδομών αλλά και η έλλειψη δομών για την παρακολούθηση των αποφοίτων των ΠΠΣ.

Ποιότητα προπτυχιακών προγραμμάτων

Η εκτίμηση των γενικών χαρακτηριστικών και της ποιότητας των προσφερόμενων προγραμμάτων σπουδών είναι θετική στο 67% των εκθέσεων. Ωστόσο, ο κρατικός παρεμβατισμός στη λειτουργία των ΑΕΙ λειτουργεί ως τροχοπέδη στην ανάπτυξη και αναμόρφωση τους. Επίσης, επισημαίνεται ως αρνητικό το γεγονός ότι το Ίδρυμα λειτουργεί συχνά ως εξεταστικό κέντρο και όχι ως κέντρο οργανωμένης ακαδημαϊκής μάθησης για τους φοιτητές του.

Συστήνεται: Λήψη μέτρων για την παρακολούθηση και τη διασφάλιση της συστηματικής φοίτησης στα προγράμματα σπουδών, προώθηση μεγαλύτερης οργανωτικής αυτονομίας των Ιδρυμάτων, μέσα από συμφωνία κράτους- ΑΕΙ για θεσμικά θέματα που εμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία των προγραμμάτων , ανάπτυξη πρωτοβουλιών για την προσέλκυση εξωτερικών πηγών χρηματοδότησης τους (π.χ. από τοπικούς φορείς, βιομηχανία, κ.ά)
Πάντως, όπως αναφέρεται στην έκθεση, η Ελλάδα συμπεριλαμβάνεται στις χώρες με υψηλά ποσοστά ανεργίας, εάν ληφθεί υπόψη η ηλικιακή ομάδα των νέων 25-34 ετών. Στην Ελλάδα υπήρξε μια κορύφωση κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, με τα ποσοστά ανεργίας να ανέρχονται σε 32,5% το 2014 και σε 30,2% για το 2015.

Ακόμη

  • Στην Ελλάδα, το 53,5 % των φοιτητών εμφανίζει καθυστέρηση στον χρόνο αποφοίτησης, ενώ 46,5% αποφοιτούν στον κανονικό χρόνο σπουδών.
  • Η Ελλάδα, το 2015, είχε υπερκαλύψει τον ευρωπαϊκό στόχο ολοκλήρωσης ανώτατης εκπαίδευσης στην ηλικιακή ομάδα 30-34 ετών κατά 2,7% (ως ευρωπαϊκός στόχος για το 2020 τίθεται το 40%, ενώ η ελληνική επίδοση για το 2015 είναι 42,7%).
  • Η Ελλάδα ακολουθεί τον ευρωπαϊκό μέσο όρο στην προτίμηση του αντικειμένου σπουδών, με σειρά προτίμησης τις κοινωνικές επιστήμες και τις επιστήμες των μηχανικών.
  • Η αναλογία φοιτητών/διδασκόντων1 είναι πολύ υψηλή στην Ελλάδα σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, παρουσιάζοντας απόκλιση κατά 28,9%. Η Ελλάδα έρχεται δεύτερη μετά την Κροατία σε δυσμενή αναλογία.
  • Ο αριθμός του διδακτικού προσωπικού κατά φύλο στην ανώτατη εκπαίδευση εμφανίζει υπεροχή των ανδρών κατά 8% για τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, ενώ για την Ελλάδα 17%.
  • Σε σύγκριση αμοιβών μεταξύ αποφοίτων δευτεροβάθμιας και ανώτατης εκπαίδευσης, η Ελλάδα (+37%) βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (+52%) και κάτω από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ (+55%).
  • Το ποσοστό ανεργίας κατά το 2015 στους αποφοίτους ανώτατης εκπαίδευσης (ηλικιακή ομάδα 24-34) στις χώρες του ΟΟΣΑ εμφανίζει συνολικά πτωτική τάση από 7,5% σε 6,9%, σε σχέση με το 2014. Για την Ελλάδα, το ποσοστό μειώθηκε από 32,5% στο 30,2% αντίστοιχα.
  • Η δημόσια χρηματοδότηση των ΑΕΙ στην Ελλάδα, από το 2015 στο 2016, καταγράφει τη μεγαλύτερη μείωση (-16%) μεταξύ 24 ευρωπαϊκών χωρών, ενώ τη μεγαλύτερη αύξηση παρουσιάζει η Τουρκία (+27%). Τα ποσοστά αυτά συσχετίζονται και με μείωση ή αύξηση του φοιτητικού πληθυσμού. Η Ελλάδα παρουσιάζει τη μεγαλύτερη μείωση μεταξύ των ετών 2008-2015 (-60%), δεδομένης της αύξησης του φοιτητικού πληθυσμού της (>15%).
  • Η Ελλάδα δεν συμμετείχε με δεδομένα στη μέτρηση των δεικτών για την επίτευξη των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών στόχων, παρά μόνο στη μέτρηση του στόχου «υποεκπροσωπούμενες ομάδες».
  • Τα ποσοστά απασχόλησης των αποφοίτων ΑΕΙ στην Ελλάδα, για τους τρεις κύκλους σπουδών αντίστοιχα, είναι τα εξής: 67% με προπτυχιακό, 79% με μεταπτυχιακό και 91% με διδακτορικό τίτλο.
  • Κορυφαίο ζήτημα της λειτουργίας των ευρωπαϊκών ΑΕΙ είναι η αυτονομία . Η Ελλάδα δεν παρέχει επικαιροποιημένα δεδομένα, αλλά σε έρευνα του 2011 εμφανίζεται στις τελευταίες θέσεις μεταξύ 29 ευρωπαϊκών χωρών.
  • Η διακυβέρνηση των ΑΕΙ στην Ευρώπη περιβάλλεται από τους κατάλληλους θεσμούς και όργανα, ώστε να εξασφαλίζονται ταυτόχρονα η αυτονομία, η λογοδοσία και η αποτελεσματικότητά τους.
  • Τα συστήματα διασφάλισης ποιότητας και οι διεθνείς κατατάξεις αποτελούν τα πιο σημαντικά εργαλεία για τη διαφάνεια, τη λογοδοσία και τη συγκρισιμότητα των ΑΕΙ. Αποσαφηνίζονται η έννοια και το περιεχόμενο αυτών των εργαλείων και παρουσιάζονται αντιπροσωπευτικά παραδείγματα ή περιπτώσεις.
  • Το νέο μαθησιακό μοντέλο, το οποίο προτείνεται από τον Ευρωπαϊκό Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης (ΕΧΑΕ) και εφαρμόζεται, πλέον, από τα ευρωπαϊκά ΑΕΙ, είναι η φοιτητοκεντρική μάθηση και η δόμηση προγραμμάτων σπουδών με βάση τα μαθησιακά αποτελέσματα. Παρουσιάζονται καλές πρακτικές και παραδείγματα.

Αρνητικοί παράγοντες

Στο σύνολο των εκθέσεων εξωτερικής αξιολόγησης, επισημαίνεται ότι ο υψηλός αριθμός εισαγόμενων φοιτητών, επιδρά αρνητικά στη λειτουργία των ΑΕΙ ενώ και το ζήτημα των περικοπών, των ελλείψεων και των προβλημάτων στη χρηματοδότηση εμφανίζεται ως αρνητικό, σε ποσοστό 67% των εκθέσεων. Οι ελλείψεις διδακτικού προσωπικού και ο παρατεταμένος χρόνος αποφοίτησης κρίνονται αρνητικά, σε ποσοστό 57% και 52% αντίστοιχα. Επιπλέον, εντοπίζονται αδυναμίες στην παρακολούθηση και διασφάλιση της συστηματικής φοίτησης στα προγράμματα σπουδών (33%), καθώς και απουσία ενός πλαισίου προσδιορισμού προαπαιτούμενων μαθημάτων (29%). Στο ίδιο ποσοστό (29%), αναφέρεται αρνητικά το χαμηλό ποσοστό φοιτητών που παρακολουθεί τα μαθήματα των ΠΠΣ, ενώ, σε ποσοστό 24%, καταγράφεται η υψηλή αναλογία φοιτητών/διδακτικού προσωπικού.

Σε ποσοστό 48% των εκθέσεων για τις μεταπτυχιακές σπουδές, ως βασικό αρνητικό σημείο καταγράφεται η έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού στην ανάπτυξη τους με αποτέλεσμα τη δημιουργία προβλημάτων ανομοιογένειας. Προτείνεται να εξεταστεί το ενδεχόμενο εισαγωγής διδάκτρων, όπου αυτό δεν προβλέπεται. .in.gr